- ἔλανος
- ἔλανος· ἰκτῖνος, Hsch. [full] ἐλαολόγος, [full] ἐλαοφόρος,A v. ἐλαιο-. [full] ἐλάπεδον· τέμενος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έλανος — ο (Α ἔλανος) γένος αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας τών φαλκονιδών αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος» είδος γερακιού, περδικογέρακο … Dictionary of Greek
σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] … Dictionary of Greek
Melanoi — ‖ Melanoi, n. pl. Anthropology. [Intended as mod.L.; formed irregularly by transliteration of Gr. µελανοί, pl. of µελανός, var. of µέλας black.] Huxley s name for the black haired and dark complexioned division of his class Leiotrichi or smooth… … Useful english dictionary